- τετραχοϊαῖος
- τετρᾰ-χοϊαῖος, [full] α, ον,A = τετράχοος, CIG3071 ([place name] Teos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραχοϊαίος — αία, ον, Α τετράχους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράχους / χοος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek